- εὐπροσήγορος
- εὐπροσήγοροςeasy of addressmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο ο γλυκομίλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπροσηγορώτατον — εὐπροσήγορος easy of address masc acc superl sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρως — εὐπροσήγορος easy of address adverbial εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορον — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc sg εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροις — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόροισιν — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσηγόρους — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγορα — εὐπροσήγορος easy of address neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσήγοροι — εὐπροσήγορος easy of address masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)